αναλλοτρίωτος

αναλλοτρίωτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν αλλοτριώθηκε ή δεν επιδέχεται αλλοτρίωση
2. ο αναπαλλοτρίωτος*
3. μτφ. αυτός που δεν μεταβάλλεται στη φύση του
«αναλλοτρίωτη συνείδηση», «αναλλοτρίωτο άτομο».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + αλλοτριώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό με τις σημασ. 1, 2 (πρβλ. αναπαλλοτρίωτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”